μηλαφῶ

μηλαφῶ
μηλαφάω
probe
pres imperat mp 2nd sg
μηλαφάω
probe
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
μηλαφάω
probe
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
μηλαφάω
probe
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
μηλαφάω
probe
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
μηλαφάω
probe
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μηλαφώ — μηλαφῶ, άω (Α) 1. ερευνώ με τη μήλη, εξετάζω χειρουργικά με τη μήλη 2. (κατά τον Ησύχ.) «μηλαφῆσαι ψηλαφῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. < μήλη «χειρουργικό εργαλείο» κατά το ψηλαφῶ] …   Dictionary of Greek

  • υπομηλαφώ — άω, Α εξετάζω σε βάθος με τη χρήση μήλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μηλαφῶ «εξετάζω χειρουργικά με τη μήλη»] …   Dictionary of Greek

  • φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • ψηλαφώ — ψηλαφῶ, άω, ΝΜΑ 1. αγγίζω κάτι ελαφρά, με τις άκρες τών δαχτύλων μου 2. προσπαθώ να βρω κάτι ψάχνοντας με τα δάχτυλα 3. θωπεύω, χαϊδεύω 4. εξετάζω προσεχτικά αγγίζοντας με τα δάχτυλα μσν. ζητώ, ψάχνω να βρω αρχ. αποπειρώμαι, επιχειρώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”